O Τάκη-Πλούμας
Το ποίημα, που δημοσιεύτηκε το 1926 στη δεύτερη έκδοση της συλλογής Συντρίμματα, αναφέρεται στο λεβέντη του Μεσολογγίου Τάκη- Πλούμα, μία από τις ζωηρότερες αναμνήσεις της παιδικής ηλικίας του ποιητή που γεννήθηκε στο Μεσολόγγι το 1869. O Μαλακάσης έγραψε το ποίημα πολλά χρόνια μετά το θάνατο του Τάκη-Πλούμα. Η λαμπερή του όμως ανάμνηση από το πανηγύρι του Αγίου Συμεών (Αϊ-Συμιού), που γίνεται ανήμερα της γιορτής του Αγίου Πνεύματος, παραμένει ζωντανή, καθώς ο ποιητής αναβιώνει την πανηγυριώτικη ατμόσφαιρα του παρελθόντος, μέσα στην οποία δέσποζε κάποτε ο μεγάλος του ξάδερφος, το πρότυπο «στην ομορφιά και στην ορμή».
Στα παιδικά μου χρόνια, ο πιο μεγάλος
αξάδερφός μου μ' έπαιρνε μαζί
στα πανηγύρια, που ήτανε, παρ' άλλος,
πρώτος στην ομορφιά και στην ορμή.
Τι ωραίος! Τον θυμούμαι, αστροβολούσε*
καβάλα στο φαρί* του, βυσσινιά
φέρμελη* χρυσοκέντητη εφορούσε,
γιουρντάνια* από βενέτικα φλουριά.*
Του Καπετάν πασά φόραε την πάλα*
και το χαρμπί* του Μπότσαρη, και δυο,
στου σελαχιού* του ανάμεσα τη σπάλα,
πιστόλια από τ' Αλή το θησαυρό.
Φουστανελίτσα φόραε ζυγιασμένη*
και κάλτσες και τσαρούχια φουντωτά,
παραγγελιά απ' τα Γιάννενα φερμένη,
γαντζούδια* πρεβεζάνικα, ασημιά.
Έτσι σιαγμένος, κι έχοντας στον ώμο
το καριοφίλι,* χαίτη και λουριά
στο χέρι του, ελαμπάδιζε* το δρόμο,
χιμώντας* απ' την Πύλη* την πλατιά.
Κ' εγώ, λίγο ξοπίσω του, όλο θάμπος,
στο γλήγορο αλογάκι μου κι εγώ,
δυνόμουν* ναν τον φτάνω, κι ήμουν σάμπως*
να 'χα φτερά, κορμάκι αερινό.
Κι ως τρέχαμε, θυμάμαι, τα κλεισμένα
στο τουνεζί* φεσάκι του, σγουρά,
σκόρπια τριγύρα, φέγγανε, σαν ένα
γνεφάκι* απ' αναμμένη αθημωνιά.*
Κι ως πύρωνεν ακόμα στη φευγάλα,
τρικυμισμένος κι όλος μες στο φως,
χρυσόχυτος μου εφάνταζε καβάλα,
σαν τον Αϊ-Γιώργη, λίγο πιο μικρός...
Ω! το λεβέντη του Μεσολογγιού μας,
τον ήλιο της αυγούλας μου ζωής!
Και να μετρώ, και να 'ναι, ο Τάκη-Πλούμας,
τριάντα τρία χρόνια μες στη γης...
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου