ΑΦΗΓΗΣΗ
Kείμενο
Μόλις το πλήρωμα του Νισίν Μάρου απέκτησε την παράνομη έγκριση, έβαλε πλώρη για την Ανταρκτική κι όλα έδειχναν ότι τίποτα και κανένας δε θα κατάφερνε να εμποδίσει τον αφανισμό αυτών των ζώων που απειλούνται με πλήρη εξαφάνιση.
Για καλή τύχη όλων, τα πράγματα δεν ήταν έτσι, γιατί μόλις ο κυβερνήτης Τοσίρο Τανιφούτζι έδωσε τη διαταγή να σηκώσουν τις άγκυρες, οι μυρμηγκιές του οικολογικού κινήματος άρχισαν να κινητοποιούνται. Kι έτσι, το πρωί της 21ης Δεκεμβρίου 1987 τέσσερα ταχύπλοα σκάφη, που έπλεαν με τη σημαία του «Ουράνιου Τόξου», μπλόκαραν την έξοδο στην προκυμαία Μιτσουμπίσι της Γιοκοχάμα με μια φάλαινα φουσκωτή σε φυσικό μέγεθος.
Ο κυβερνήτης Τανιφούτζι σκέφτηκε ότι θα του ήταν εύκολο να διαλύσει το μουσαμαδένιο κήτος* και να συνεχίσει τη ρότα του**, αλλά τα ταχύπλοα γυρνούσαν σαν υδρόβιες σφήκες συνέχεια γύρω απ' το σκάφος, εμποδίζοντας τις μανούβρες για το βιράρισμα*** και χωρίς να τ' αφήνουν να κουνήσει ρούπι, εκτός κι αν ο Ιάπωνας ναυτικός τολμούσε να περάσει πάνω απ' τα φουσκωτά.
Ο σκοπός ήταν να κερδηθεί χρόνος. Τα ταχύπλοα ζάλιζαν το γιαπωνέζικο κολοσσό στη Γιοκοχάμα, ενώ στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες τα μέλη της Greenpeace κατόρθωναν να γίνουν δεκτά από τις κυβερνήσεις κι εξασφάλιζαν την επανεξέταση της άδειας που είχε χορηγηθεί.
Η περιπέτεια αυτή κράτησε τριάντα ώρες. Τα ταχύπλοα άλλαζαν βάρδιες για να ανεφοδιαστούν με καύσιμα και τα πληρώματα έτρωγαν και έπιναν στο πόδι. Στις 22 Δεκεμβρίου, τρεις η ώρα το απόγευμα, η μάχη κερδήθηκε ειρηνικά: η Διεθνής Επιτροπή για τις Φάλαινες CBI ακύρωνε την άδεια και εφιστούσε την προσοχή στην Iαπωνία να σεβαστεί τη διεθνή νομοθεσία.
Kείμενο
Δεν είχε καν το λόγο του τελειώσει κι έπεσε μέγα κύμα πάνω του σαρωτικό που ταρακούνησε και τη σχεδία.
Βρέθηκε ξαφνικά μακριά της, του ξέφυγε απ' το χέρι το τιμόνι.
Η θυμωμένη θύελλα με τους μεικτούς ανέμους σύντριψε το κατάρτι,
πανί κι αντένα σφενδονίστηκαν πέρα στο πέλαγο.
Κι έμεινε αυτός ώρα πολλή μέσα στη δίνη,
κεφάλι δεν μπορούσε να σηκώσει
μπρος στην ορμή των φοβερών κυμάτων. Τον βάρυναν ακόμα
και τα ρούχα, αυτά που η θεία Καλυψώ τού είχε φορέσει. Κάποια στιγμή ωστόσο ανάβλεψε, φτύνει από το στόμα του πικρή την άρμη
– σαν χείμαρρος κελάρυσε καθώς του βγαίνει απ' το κεφάλι. Όμως και τη σχεδία του θυμάται κι ας είχε πια αποκάμει. Βρήκε ξανά τη δύναμη κι αρπάζεται
μέσα απ' τα κύματα επάνω της και, καθισμένος τώρα
εκεί στη μέση, δοκίμαζε πώς να ξεφύγει το τέλος του θανάτου.
Βρέθηκε ξαφνικά μακριά της, του ξέφυγε απ' το χέρι το τιμόνι.
Η θυμωμένη θύελλα με τους μεικτούς ανέμους σύντριψε το κατάρτι,
πανί κι αντένα σφενδονίστηκαν πέρα στο πέλαγο.
Κι έμεινε αυτός ώρα πολλή μέσα στη δίνη,
κεφάλι δεν μπορούσε να σηκώσει
μπρος στην ορμή των φοβερών κυμάτων. Τον βάρυναν ακόμα
και τα ρούχα, αυτά που η θεία Καλυψώ τού είχε φορέσει. Κάποια στιγμή ωστόσο ανάβλεψε, φτύνει από το στόμα του πικρή την άρμη
– σαν χείμαρρος κελάρυσε καθώς του βγαίνει απ' το κεφάλι. Όμως και τη σχεδία του θυμάται κι ας είχε πια αποκάμει. Βρήκε ξανά τη δύναμη κι αρπάζεται
μέσα απ' τα κύματα επάνω της και, καθισμένος τώρα
εκεί στη μέση, δοκίμαζε πώς να ξεφύγει το τέλος του θανάτου.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου